ὀμφαλῶν

ὀμφαλῶν
ὀμφαλός
navel
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ὀμφαλῶν — Ὀμφάλη fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκάφιον — τὸ, Α 1. μικρό πλοιάριο («ὁ δὲ πάκτων διὰ σκυταλίδων πεπηγός ἐστι σκάφιον», Στράβ.) 2. μικρή σκάφη, λεκάνη ή αγγείο που χρησιμοποιούσαν στα λουτρά («ἀπὸ τῶν ὀμφαλῶν τῶν ἐν ταῑς γυναικείας πυέλοις, ὅθεν τοῑς σκαφίοις ἀρύουσι», Λυκόφρ.) 3. μικρό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”